ἀνύψωσεν

ἀνύψωσεν
ἀ̱νύψωσεν , ἀνυψόω
raise up
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνύ̱ψωσεν , ἀνυψόω
raise up
aor ind act 3rd sg
ἀνυψόω
raise up
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀνυψόω
raise up
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”